αδίπλιαστος

αδίπλιαστος
η , ο не имеющий складок, ровный, гладкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αδίπλιαστος" в других словарях:

  • αδίπλιαστος — η, ο [διπλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει δίπλες, πτυχές, ο απτύχωτος 2. αδιπλασίαστος, μονός …   Dictionary of Greek

  • αδίπλιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει πτυχές, δίπλες: Κοίταξε να μείνει αδίπλιαστο το φύλλο για την πίτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδιπλος — η, ο [δίπλα] αυτός που δεν έχει δίπλες, ο αδίπλιαστος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»